- λιχανοῦ
- λιχανόςlickingmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιχάνου — λίχανος licking fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοστομιαίος — κοινοστομιαῑος, αία, ον (Μ) (εσφ. γρφ αντί κυνοστομιαίος) αυτός που έχει μήκος κυνοστόμου*, πιθαμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνόστομον (το μήκος τού ανοίγματος τών δακτύλων μεταξύ αντίχειρα και λιχανού) + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. τον ιαίος, ωρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κυνόστομον — κυνόστομον, τὸ (AM) το άνοιγμα τών δακτύλων μεταξύ λιχανού και αντίχειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + στομον (< στόμα)] … Dictionary of Greek
σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… … Dictionary of Greek